- ἐτνοδόνος
- ἐτνοδόνος, ον,A soup-stirring,
τορύνα AP6.305
(Leon.), 306 ([place name] Aristo).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τορύνα AP6.305
(Leon.), 306 ([place name] Aristo).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ετνοδόνος — ἐτνοδόνος, ον (ΑΜ) αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + δονος (< δονώ), πρβλ. πολύ δονος] … Dictionary of Greek
ἐτνοδόνον — ἐτνοδόνος soup stirring masc/fem acc sg ἐτνοδόνος soup stirring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)